Συμβαλλόμενος στα αγγλικά

Μετάφραση: συμβαλλόμενος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
party, contracting, contractor, contracting party, contractor shall
Συμβαλλόμενος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: συμβαλλόμενος

principal
  • κυριότερος
  • συμβαλλόμενος
  • πρωταίτιος
contracting
  • συμβαλλόμενος

Σχετικές λέξεις: συμβαλλόμενος

συμβαλλόμενος in english, συμβαλλόμενος και αντισυμβαλλόμενος, η συμβαλλόμενος, συμβαλλόμενος λεξικό, συμβαλλόμενος μετάφραση, συμβαλλόμενος λεξικό γλώσσας αγγλικά, συμβαλλόμενος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • συμβάν στα αγγλικά - occurrence, happening, event, incident, event is
  • συμβαίνω στα αγγλικά - occur, befall, happen, bechance, hap, betide, fortune
  • συμβατικός στα αγγλικά - conventional, contractual, a conventional, a contractual
  • συμβατός στα αγγλικά - compatible, compliant, consistent, incompatible
Τυχαίες λέξεις
Συμβαλλόμενος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: party, contracting, contractor, contracting party, contractor shall