Beschieten στα ελληνικά
Μετάφραση: beschieten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καβούκι, κατακλύζομαι, κέλυφος, οβίδα, κατακλύζω, βομβαρδίζω, βομβαρδίζουν, βομβαρδίσουν, βομβαρδίζουμε, βομβαρδίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beschermheilige στα ελληνικά - προστάτης, θαμώνας, προστάτη, πολιούχου, προστάτιδα, πολιούχος
- bescherming στα ελληνικά - διασφαλίζω, περιφρουρώ, προστασία, κατοχυρώνω, προστασίας, την προστασία, προστασία των, ...
- beschikbaar στα ελληνικά - διαθέσιμος, άμεσα διαθέσιμα, άμεσα διαθέσιμες, ευκόλως διαθέσιμα, άμεσα διαθέσιμη, εύκολα διαθέσιμα
- beschikking στα ελληνικά - παραγγέλλω, θεσπίζω, διάταγμα, κανονισμός, εντολή, ρύθμιση, παραγγελία, ...
Τυχαίες λέξεις
Beschieten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καβούκι, κατακλύζομαι, κέλυφος, οβίδα, κατακλύζω, βομβαρδίζω, βομβαρδίζουν, βομβαρδίσουν, βομβαρδίζουμε, βομβαρδίσει
Μεταφράσεις: καβούκι, κατακλύζομαι, κέλυφος, οβίδα, κατακλύζω, βομβαρδίζω, βομβαρδίζουν, βομβαρδίσουν, βομβαρδίζουμε, βομβαρδίσει