Beschuldiging στα ελληνικά
Μετάφραση: beschuldiging, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατηγορία, φροντίδα, πάθηση, παράπονο, κατηγορίας, καταγγελία, αιτίαση, την κατηγορία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beschuldigde στα ελληνικά - υποπτεύομαι, εναγόμενος, υπόδικος, κατηγορούμενος, κατηγορείται, κατηγόρησε, κατηγορούνται, ...
- beschuldigen στα ελληνικά - κατηγορώ, να κατηγορήσει, φταίει, ευθύνεται, ευθύνονται, να κατηγορήσουν
- beschutten στα ελληνικά - κατοχυρώνω, ασφαλής, προστατεύω, διασφαλίζω, εδραιώνω, ασφαλίζω, καταφύγιο, ...
- beschutting στα ελληνικά - καταφύγιο, καταφεύγω, προστατεύω, στέγη, καταφυγίου, στέγης, κάλυψη
Τυχαίες λέξεις
Beschuldiging στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατηγορία, φροντίδα, πάθηση, παράπονο, κατηγορίας, καταγγελία, αιτίαση, την κατηγορία
Μεταφράσεις: κατηγορία, φροντίδα, πάθηση, παράπονο, κατηγορίας, καταγγελία, αιτίαση, την κατηγορία