Beslaglegging στα ελληνικά

Μετάφραση: beslaglegging, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίταξη, κατάσχεση, κατάσχεσης, κατάληψη, την κατάσχεση, σπασμών
Beslaglegging στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beslaan στα ελληνικά - κουρεύω, κομψός, κλαδεύω, παίρνω, καταλαμβάνω, ψαλιδίζω, κάλυμμα, ...
  • beslag στα ελληνικά - ζύμη, κόλλα, εξαρτήματα, εξαρτημάτων, διαρρύθμιση, τα εξαρτήματα, Επιπλώσεις
  • beslissen στα ελληνικά - αποφασίζω, υπολογίζω, προσδιορίζω, καθορίζω, να, για να, σε, ...
  • beslissend στα ελληνικά - αποφασιστικός, ζωτικός, καθοριστικός, κρίσιμος, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό
Τυχαίες λέξεις
Beslaglegging στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίταξη, κατάσχεση, κατάσχεσης, κατάληψη, την κατάσχεση, σπασμών