Λέξη: συντήρηση
Σχετικές λέξεις: συντήρηση
συντήρηση ποδηλάτου, συντήρηση υπολογιστών, συντήρηση αυγών, συντήρηση ηλιακού, συντήρηση έργων τέχνης, συντήρηση ανελκυστήρα, συντήρηση καυστήρων, συντήρηση κλιματιστικών, συντήρηση ξύλου, συντήρηση φωτοβολταϊκών
Συνώνυμα: συντήρηση
διατήρηση, φαί, τήρηση, φύλαξη, διατίρηση, αρμονία, υποστήριξη, επιδότηση, συμπαράσταση, υποστήριγμα, τροφή, διατροφή, υπόσταση, ύπαρξη, προστασία, διαφύλαξη
Μεταφράσεις: συντήρηση
συντήρηση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
maintenance, upkeep, preservation, conservation, maintenance of
συντήρηση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mantenimiento, manutención, sustento, de mantenimiento, el mantenimiento, mantenimiento de, conservación
συντήρηση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unterhaltungsaufwand, unterhaltungskosten, wartungsarbeiten, wartung, aufrechterhaltung, instandhaltung, alimente, pflege, unterhalt, unterhaltskosten, Wartung, Pflege, Instandhaltung, Aufrechterhaltung, Unterhalt
συντήρηση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conservation, appui, maintenance, entretien, tenue, soutien, maintien, l'entretien, la maintenance
συντήρηση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mantenimento, manutenzione, sostentamento, di manutenzione, la manutenzione, alimenti
συντήρηση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
manutenção, de manutenção, a manutenção, manutenção de, manutenção do
συντήρηση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onderhoud, het onderhoud, handhaving, onderhoud van, onderhouden
συντήρηση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поддержка, удержание, техобслуживание, эксплуатация, сопровождение, содержание, уход, режим, сохранение, утверждение, ремонт, удерживание, обслуживание, иждивение, поддержание, профилактика, техническое обслуживание, обслуживания
συντήρηση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
underhold, vedlikehold, vedlikeholds, vedlikehold av, vedlikeholdet
συντήρηση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skötsel, underhålla, underhåll, underhålls, underhållet, underhåll av
συντήρηση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ylläpito, elatus, pito, kunnossapito, huolto, huoltoa, huolto-
συντήρηση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vedligeholdelse, opretholdelse, vedligehold, vedligeholdelsen, opretholdelsen
συντήρηση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
údržba, vydržování, udržování, zachování, podpora, udržení, údržbu, údržby, údržbě
συντήρηση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oparcie, pielęgnacja, alimenty, twierdzenie, podpora, przechowywanie, wyżywienie, konserwacja, utrzymanie, utrzymywanie, konserwa, remont, zachowanie, konserwacji, utrzymania
συντήρηση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyerektartás, karbantartás, karbantartási, karbantartása, karbantartást, karbantartó
συντήρηση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bakım, bakımı, profesyonel, teknik, idame
συντήρηση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
утримання, утримування, ремонт, підтримує, зміст, обслуговування, обслуговування в, сервіс
συντήρηση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mirëmbajtje, mirëmbajtja, mirëmbajtjen, mirëmbajtjes, mirëmbajtjen e
συντήρηση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ремонт, поддръжка, поддържане, поддръжката, техническо обслужване, издръжка
συντήρηση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абслугоўванне
συντήρηση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
alalhoidmine, säilitamine, hooldus, hoolduse, hooldust, hooldamise, hooldus-
συντήρηση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
održavanje, očuvanje, rukovanje, održavanja, za održavanje, održavanju, održavanjem
συντήρηση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
viðhald, viðhaldi, viðhalds, viðhaldsskammtur, viðhald Í
συντήρηση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
eksploatacija, priežiūra, techninės priežiūros, techninė priežiūra, išlaikymas, palaikymas
συντήρηση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ekspluatācija, uzturēšana, apkope, apkopes, uzturēšanas, uzturēšanu
συντήρηση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
одржување, за одржување, одржување на, одржувањето, на одржување
συντήρηση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
întreţinere, întreținere, de întreținere, întreținerea, intretinere, întreținerii
συντήρηση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
servisní, vzdrževanje, vzdrževanja, za vzdrževanje, vzdrževanju, vzdrževanjem
συντήρηση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
servisní, údržba, údržbu, údržby, opravy, údržbárske
Στατιστικά δημοτικότητας: συντήρηση
Τυχαίες λέξεις