Bestraffen στα ελληνικά

Μετάφραση: bestraffen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τιμωρώ, τιμωρήσει, τιμωρήσουν, τιμωρία, τιμωρούν, την τιμωρία
Bestraffen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bestendiging στα ελληνικά - συνέχεια, συνέχιση, συνέχισης, διατήρηση, τη συνέχιση
  • bestorming στα ελληνικά - βιαιοπραγία, επίθεση, επιτίθεμαι, προσβολή, επίθεσης, επιθέσεων, κακοποίηση
  • bestraffing στα ελληνικά - διόρθωμα, ποινή, διόρθωση, πειθαρχώ, πρόστιμο, πειθαρχία, τιμωρία, ...
  • bestraling στα ελληνικά - ακτινοβολία, ακτινοβολίας, ακτινοβολίες, την ακτινοβολία, της ακτινοβολίας
Τυχαίες λέξεις
Bestraffen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τιμωρώ, τιμωρήσει, τιμωρήσουν, τιμωρία, τιμωρούν, την τιμωρία