Bestraten στα ελληνικά

Μετάφραση: bestraten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιθοστρώνω, προλειάνει, ανοίξει, να ανοίξει, προετοιμάσει, ανοίξουν
Bestraten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bestraffing στα ελληνικά - διόρθωμα, ποινή, διόρθωση, πειθαρχώ, πρόστιμο, πειθαρχία, τιμωρία, ...
  • bestraling στα ελληνικά - ακτινοβολία, ακτινοβολίας, ακτινοβολίες, την ακτινοβολία, της ακτινοβολίας
  • bestrating στα ελληνικά - πεζοδρόμιο, πεζόδρομος, λιθόστρωση, οδοστρωσίας, πλακοστρώσεις, πλακόστρωση
  • bestrijden στα ελληνικά - καταπολεμώ, διαμαρτύρομαι, αγώνας, μάχη, διαμαρτυρία, μάχομαι, διαμαρτυρίες, ...
Τυχαίες λέξεις
Bestraten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιθοστρώνω, προλειάνει, ανοίξει, να ανοίξει, προετοιμάσει, ανοίξουν