Λέξη: ισχυρός

Σχετικές λέξεις: ισχυρός

ισχυρός μαγνήτης, ισχυρός συνώνυμο, ισχυρόσ κλονισμόσ, ισχυρός σεισμός, ισχυρός συνωνυμα, ισχυρός πονοκέφαλος, ισχυρός κλονισμός του γάμου, ισχυρός σεισμός στην κρήτη, ισχυρός σεισμός στην ελλαδα, ισχυρός δήμος

Συνώνυμα: ισχυρός

βαρύς, δυνατός, δραστικός, ικανός, γερός, ρωμαλέος, σθεναρός, στερεός, με επιρροή, σημαίνων

Μεταφράσεις: ισχυρός

ισχυρός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mighty, forceful, stiff, powerful, strong, potent, influential

ισχυρός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tieso, rígido, vigoroso, poderoso, potente, poderosa, gran alcance, de gran alcance

ισχυρός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eingerostet, stark, kraftvoll, machtvoll, leichnam, kräftig, muskulös, starr, leiche, gewaltig, mächtig, leistungsfähig

ισχυρός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gros, vigoureux, fort, énergique, costaud, solide, dur, robuste, immense, salement, corsé, rigide, empesé, rude, formidable, cadavre, puissant, puissante, puissants, puissantes, puissance

ισχυρός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
energico, poderoso, valido, erto, rigido, possente, potente, potenti, forte

ισχυρός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
potente, rígido, defunto, morto, duro, pegajoso, hirto, poderoso, teso, cadáver, poder, poderosa, poderosos, forte

ισχυρός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stijf, afgemeten, ceremonieel, kreng, gespierd, strak, stug, machtig, stram, krachtig, lijk, kadaver, houterig, star, sterk, plechtig, krachtige, machtige, krachtiger

ισχυρός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
негнущийся, громадный, сильный, сильнодействующий, жесткий, влиятельный, чрезмерный, вексель, одеревенелый, задеревенелый, забористый, мускулистый, действующий, тугой, могущественный, негибкий, мощный, мощным, мощная, мощное, мощной

ισχυρός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sterk, mektig, kraftig, stiv, vrien, kraftige, kraftfull, kraftigere

ισχυρός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kraftig, styv, väldig, stram, mäktig, fast, stel, stark, kraftfull, kraftfulla, kraftfullt

ισχυρός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
känninen, tehokas, jäykkä, navakka, väkevä, vaikutusvaltainen, ruumis, iso, mahtava, kaavamainen, vaikea, vahva, kankea, voimakas, tehokkaita, voimakkaita

ισχυρός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stiv, kraftfuld, magtfulde, kraftfulde, kraftig, stærk

ισχυρός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tuhý, výkonný, silný, odměřený, vlivný, energický, neohebný, prudký, mohutný, přísný, působivý, mocný, účinný, pevný, ohromný, škrobený, výkonné, silná

ισχυρός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wpływowy, potężny, możny, sztywniak, przepotężny, wszechmocny, sztywny, oficjalny, potężne, ciężki, silny, ciężko, wielce, twardy, huk, bardzo, mocny, potężnym

ισχυρός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kötelezvény, nehéz, tekintélyes, erőteljes, erős, hatalmas, hatékony, nagy teljesítményű

ισχυρός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eğilmez, kuvvetli, ölü, ceset, bükülmez, güçlü, güçlü bir, etkili

ισχυρός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вексель, переконливий, дієвий, ведучий, строгий, дужий, високий, могутність, діючий, надмірний, підсилений, дійовий, провідний, тугий, потужний, могутній, сильний, найпотужніший, потужне

ισχυρός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fuqishëm, i fuqishëm, fuqishme, të fuqishme, e fuqishme

ισχυρός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мощен, мощна, мощно, мощни, силен

ισχυρός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
магутны, моцны, магутная

ισχυρός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jäik, kange, vägev, otsusekindel, võimas, võimsa, võimsam, võimsad, võimsaid

ισχυρός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
moćan, tvrd, moćni, glomazan, strm, sputan, jak, snažan, silan, usiljen, ogroman, slikovit, moćna, snažna, snažno

ισχυρός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ríkur, öflugur, öflugt, öflug, öflugri, öfluga

ισχυρός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
potens, pollens

ισχυρός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stiprus, tvirtas, galingas, kietas, lavonas, galinga, galingesnis, galingą

ισχυρός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stiprs, spēcīgs, stīvs, nekustīgs, līķis, varens, jaudīgs, spēcīgu, jaudīgu, spēcīga

ισχυρός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
трупот, моќен, моќни, моќна, моќната, моќно

ισχυρός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
puternic, rigid, cadavru, ferm, tare, puternică, puternice, puternica, de puternic

ισχυρός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
silna, močan, zmogljiv, močna, silen, zmogljiva

ισχυρός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ohromný, stuha, mocný, energický, tvrdý, tuhý, výkonný, meravý, silné, mohutný, pevný, silný

Στατιστικά δημοτικότητας: ισχυρός

Τυχαίες λέξεις