Λέξη: μουγκανίζω
Σχετικές λέξεις: μουγκανίζω
μουγκανίζω λεξικό
Συνώνυμα: μουγκανίζω
μυκώμαι ώς η αγελάδα
Μεταφράσεις: μουγκανίζω
μουγκανίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
moo
μουγκανίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mugir, mu, mugido, moo, de MOO
μουγκανίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
muh, muhen, moo, von MOO
μουγκανίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
beugler, meugler, mugissement, mugir, meuglement, MOO, meuh, de MOO, à MOO
μουγκανίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
muggire, muggito, moo, di MOO, su MOO
μουγκανίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mugido, mugir, moo, do MOO, de moo
μουγκανίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
loeien, Moo, Moo van
μουγκανίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мычать, мычание, промычать, Moo, му, Моо, мычат
μουγκανίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
moo
μουγκανίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
moo, mu, råma
μουγκανίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ammua, ammuminen, Moo, ammuu
μουγκανίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
moo, buh, muh
μουγκανίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bučení, bučet, Moo
μουγκανίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ryk, muczenie, porykiwać, poryczeć, muczeć, ryczeć, moo
μουγκανίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bőg, Moo, mú, tehénbőgés, bőgés
μουγκανίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
böğürme, moo, böğürmek
μουγκανίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
монументи, мукання, рик, рик великої, ревіння
μουγκανίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pallje, Moo, pëllas, Mo
μουγκανίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мучене, муча, Moo, Муу, Му
μουγκανίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мыканне, рыканьне, рык, рыканне, мычанне
μουγκανίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ammuma, ammuu, muu, ammumine, Moo, Tulistage
μουγκανίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mukanje, mukati, Moo, mukanje krave
μουγκανίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Moo
μουγκανίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mykti, mykimas, Moo, baubti, baubimas
μουγκανίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
maurošana, maut, moo
μουγκανίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Му, Moo, Мо, муча, Ру Му
μουγκανίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
muget, Moo, mugetul, muu, mugi
μουγκανίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
moo, Mukanje, Mukati
μουγκανίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bučanie, bučania, bučaniu
Τυχαίες λέξεις