Λέξη: στόκος
Σχετικές λέξεις: στόκος
στόκος ξύλου, στόκος βενετσιάνο, στόκος ακρυλικός, στόκος για μάρμαρα, στόκος γυψοσανίδας, στόκος σπατουλαρίσματος, στόκος για τοίχο, στόκος πλακιδίων, στόκος πιστολιού, στόκος αλουμινίου
Συνώνυμα: στόκος
μαρμαροκονία, σκυρόδερμα
Μεταφράσεις: στόκος
στόκος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
putty, stucco, knotting, Puttyings
στόκος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
masilla, la masilla, masilla de, de masilla, putty
στόκος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
glaserkitt, spachtelmasse, kitt, Kitt, Spachtelmasse, putty, Spachtel
στόκος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mastic, mastiquer, spatule, lut, sceller, du mastic, putty, pâte, de mastic
στόκος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stucco, mastice, putty, grassello, grassello di
στόκος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
massa de vidraceiro, betume, putty, massa, vidraceiro
στόκος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stopverf, plamuur, putty, kit, plamuren
στόκος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
замазка, шпаклёвка, мастика, порошок, шпатлевка, шпаклевка, шпатлевки, шпаклевки
στόκος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kitt, putty, sparkel, kitte
στόκος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kitt, spackel, putty
στόκος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kitti, putty, täyte, kitin
στόκος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kit, putty, spartelmasse, kittet
στόκος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zatmelit, stmelit, tmelit, kytovat, tmel, tmely, putty, opravný tmel, tmelu
στόκος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szpachlówka, kit, putty, szpachlówki, kitu
στόκος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ragacs, gitt, putty, kenőcsek, a gitt, kitt
στόκος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
macun, putty, macunu, mastik, macunlu
στόκος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
удари, шпаклівка, шпаклювання, шпатльовка, шпатлевка, шпатлівка
στόκος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
stuko, bojë hiri e çelët, stuko e, stukoj
στόκος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
замазка, шпакловка и замазка, шпакловка, маджун, кит
στόκος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шпатлёўка, шпатлевка
στόκος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kitt, putty, pahtel, pahtliga
στόκος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kit, zamazati, zalijepiti, ljepilo, lem, kita, gitovati
στόκος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kítti
στόκος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
glaistas, glaistai, glaisto
στόκος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ķite, tepe, špakteles, tepes, putty
στόκος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кит, на кит, китови, замазка, шпакловка
στόκος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
chit, chituri, putty, chit de, chitul
στόκος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kiti, kit, Lepilo, kita, pasta
στόκος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tmel, lepidlo