Betekenisvol στα ελληνικά

Μετάφραση: betekenisvol, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά
Betekenisvol στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • betekenen στα ελληνικά - σημαίνω, αποδίδω, διορίζω, τσιγκούνης, εννοώ, αναθέτω, παραδόπιστος, ...
  • betekenis στα ελληνικά - αίσθημα, εισάγω, σημασία, αισθάνομαι, σωφροσύνη, νόημα, έννοια, ...
  • beterschap στα ελληνικά - προοδεύω, πρόοδος, Περαστικά και γρήγορα, γρήγορα καλά
  • beteugelen στα ελληνικά - σταματώ, χαλιναγωγώ, ανακόπτω, χαλινώνω, χαλινάρι, καρέ, αναχαιτίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Betekenisvol στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά