Betitelen στα ελληνικά

Μετάφραση: betitelen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τίτλος, το δικαίωμα, δικαίωμα, εξουσιοδοτούν, δίνει το δικαίωμα, παρέχουν το δικαίωμα
Betitelen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • betichten στα ελληνικά - κατηγορώ, κατηγορούν, κατηγορήσει, κατηγορεί, κατηγορήσουν
  • beting στα ελληνικά - φίμωτρο, bitts, δέστρες
  • betogen στα ελληνικά - διατείνομαι, υποστηρίζω, διατηρώ, υποστηρίζουν, ισχυρίζονται, υποστηρίξει, υποστηρίζει, ...
  • betoging στα ελληνικά - επίδειξη, διαδήλωση, επίδειξης, απόδειξη, την επίδειξη
Τυχαίες λέξεις
Betitelen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τίτλος, το δικαίωμα, δικαίωμα, εξουσιοδοτούν, δίνει το δικαίωμα, παρέχουν το δικαίωμα