Betrouwbaar στα ελληνικά
Μετάφραση: betrouwbaar, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξιόπιστος, φερέγγυος, εχέγγυος, συνεπής, αξιόπιστο, αξιόπιστη, αξιόπιστες, αξιόπιστα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- betreurenswaardig στα ελληνικά - συγγνώμη, θλιβερός, ατυχής, αξιοθρήνητος, αξιολύπητος, οικτρός, λυπηρό, ...
- betrokken στα ελληνικά - ζοφερός, σκοτεινός, μπλε, αυστηρός, μουχρός, σκούρος, απαισιόδοξος, ...
- betuigen στα ελληνικά - επικυρώνω, εκφράζω, διαβεβαιώνω, βεβαιώνω, διατυπώνω, δηλώνω, μάρτυρας, ...
- betuiging στα ελληνικά - έκφραση, διευθετώ, ανακοίνωση, αποφασίζω, εξαγγελία, δήλωση, κήρυξη, ...
Τυχαίες λέξεις
Betrouwbaar στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξιόπιστος, φερέγγυος, εχέγγυος, συνεπής, αξιόπιστο, αξιόπιστη, αξιόπιστες, αξιόπιστα
Μεταφράσεις: αξιόπιστος, φερέγγυος, εχέγγυος, συνεπής, αξιόπιστο, αξιόπιστη, αξιόπιστες, αξιόπιστα