Αξιόπιστος στα ολλανδικά

Μετάφραση: αξιόπιστος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
betrouwbaar, vertrouwd, betrouwbare, een betrouwbare, betrouwbaarder, betrouwbaar is
Αξιόπιστος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αξιόπιστος

αξιόπιστος μετάφραση, αξιόπιστος συνώνυμα, αξιόπιστος συναγερμός, αξιόπιστος in english, αξιόπιστος αγγλικα, αξιόπιστος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αξιόπιστος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αξιωματικός στα ολλανδικά - politieagent, ambtelijk, officier, officieel, beambte, ambtenaar, officer, ...
  • αξιόλογος στα ολλανδικά - flink, geruim, vast, hecht, massief, gedegen, aanzienlijk, ...
  • αξονικός στα ολλανδικά - axiaal, axiale, de axiale, een axiale
  • απάγω στα ολλανδικά - ontvoeren, vliegenmepper, garde, zwaai, zwaait, zwaaien
Τυχαίες λέξεις
Αξιόπιστος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: betrouwbaar, vertrouwd, betrouwbare, een betrouwbare, betrouwbaarder, betrouwbaar is