Bevestiging στα ελληνικά

Μετάφραση: bevestiging, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαβεβαίωση, επιβεβαίωση, επιβεβαίωσης, την επιβεβαίωση, επιβεβαίωση της, βεβαίωση
Bevestiging στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bever στα ελληνικά - κάστορας, Beaver, κάστορα, καστόρι, ο κάστορας
  • bevestigen στα ελληνικά - βεβαιώνω, διασφαλίζω, ασφαλής, επικυρώνω, φτιάχνω, επιβεβαιώνω, διαβεβαιώνω, ...
  • bevinden στα ελληνικά - βρίσκω, εύρημα, ανεύρεση, εξακριβώνω, διαπιστώνω, βρείτε, βρει, ...
  • bevinding στα ελληνικά - γεγονός, σημασία, θέμα, συνέπεια, άθλημα, τεύχος, αποτέλεσμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Bevestiging στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαβεβαίωση, επιβεβαίωση, επιβεβαίωσης, την επιβεβαίωση, επιβεβαίωση της, βεβαίωση