Λέξη: ασφυξία
Συνώνυμα: ασφυξία
πνιγμός διά ασφυξίας
Μεταφράσεις: ασφυξία
ασφυξία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
choking, suffocation, asphyxiation, asphyxia, suffocated, Apnea
ασφυξία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asfixia, sofocación, la asfixia, ahogo, de asfixia
ασφυξία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erstickung, würgend, Erstickung, Ersticken, Erstickungsgefahr, Erstickens, Erstickungstod
ασφυξία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
asphyxie, laminer, étranglement, suffocation, étouffant, étouffement, la suffocation, l'asphyxie
ασφυξία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
asfissia, soffocamento, il soffocamento, di soffocamento, soffocazione
ασφυξία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sufocação, asfixia, sufocamento, suffocation, sufoco
ασφυξία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verstikking, verstikkingsgevaar, stikken, verstikking te, voor verstikking
ασφυξία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
засорение, сдавленный, удушливый, прерывающийся, удушье, удушение, удушья, удушения, удушением
ασφυξία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kvelning, kvelnings, suffocation, til kvelning, kveles
ασφυξία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kvävning, kvävnings, kvävningsrisk, kvävning på, kvävas
ασφυξία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tukehtuminen, tukehtumisen, tukehtumisvaaran, tukehtumisvaara, tukehtumisvaaraa
ασφυξία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kvælning, kvælningsfare, kvælning på, for kvælning
ασφυξία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
škrcení, zadušení, udušení, dušení, udušením
ασφυξία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dławik, dławienie, zadławienie, zakrztuszenie, uduszenie, duszenie, uduszenie się, uduszenia, uduszeniem
ασφυξία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fojtás, megfulladás, elrekedés, megrekedés, fuldoklás, elfulladás, fulladás, fulladást, fulladásveszély, a fulladás
ασφυξία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
boğulma, boğma, suffocation, bir boğma, boğulmaya
ασφυξία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
удушення, ядуху, ядуха, задушення, душіння, придушення
ασφυξία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
asfiksi, mbytje, zënie fryme
ασφυξία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
задушаване, задух, задушаване с, до задушаване
ασφυξία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўдушэнне, задушванне, ўціск, удушэнне, задушэнне
ασφυξία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lämbumine, lämbumist, lämbumise, lämbumisoht, lämbumisohtu
ασφυξία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ugušenje, zadavljenje, gušenje, gušenja, gušenjem
ασφυξία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
köfnun, kafnaðir
ασφυξία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
uždusimas, uždusimo, pavojus užtrokšti, pavojus užtrokšti arba, sukelti uždusimo
ασφυξία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizdusa, smacēšana, smakšanai, nosmakšana, nosmakšanas
ασφυξία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
задушување, гушење, загушување, и задушување, задушаване
ασφυξία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sufocare, sufocarea, de sufocare, asfixiere, sufocării
ασφυξία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zadušení, zadušitev, zadušitve, dušenja
ασφυξία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zadušení, škrtivý, dusivý, udusenia, udusenie, zadusenia, uduseniu, zadusenie
Τυχαίες λέξεις