Bewoning στα ελληνικά

Μετάφραση: bewoning, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατοχή, επάγγελμα, κατάληψη, κατοικία, κατοίκηση, κατοίκησης, κατοίκησή, η κατοίκηση
Bewoning στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bewonen στα ελληνικά - καταλαμβάνω, κατοικώ, κατοικούν, κατοικήσουν, ζουν, κατοικούν σε
  • bewoner στα ελληνικά - κάτοικος, ένοικος, κάτοχος, επιβάτη, επιβαινόντων, ένοικο
  • bewoording στα ελληνικά - λέξη, διατύπωση, φρασεολογία, η διατύπωση, διατύπωσης, διατύπωση που
  • bewust στα ελληνικά - συνειδητός, συνειδητή, επίγνωση, συνείδηση, συνειδητό
Τυχαίες λέξεις
Bewoning στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατοχή, επάγγελμα, κατάληψη, κατοικία, κατοίκηση, κατοίκησης, κατοίκησή, η κατοίκηση