Bezwijken στα ελληνικά
Μετάφραση: bezwijken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποκύπτω, υποκύψει, υποκύπτουν, υποκύψουν, υποκύψουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezweren στα ελληνικά - ορκίζομαι, εξορκίζω, ξορκίσει, ξορκίσουν, εξορκίσουν, εξορκίσουμε
- bezwering στα ελληνικά - όρκος, ξόρκι, επωδή, μαγικό άσμα, εξορκισμού, επωδοί
- bezwijmen στα ελληνικά - λιποθυμία, Λιποθυμώ, λιποθυμούν, Swoon, λιποθυμώ για
- beëindigd στα ελληνικά - πάνω, τελείωσε, επί, πέρα, υπεράνω, πάνω από
Τυχαίες λέξεις
Bezwijken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποκύπτω, υποκύψει, υποκύπτουν, υποκύψουν, υποκύψουμε
Μεταφράσεις: υποκύπτω, υποκύψει, υποκύπτουν, υποκύψουν, υποκύψουμε