Υποκύπτω στα ολλανδικά
Μετάφραση: υποκύπτω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bezwijken, boog, boeg, strik, strijkstok, bow
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποκύπτω
υποκύπτω μετάφραση, υποκύπτω στα γαλλικα, υποκύπτω αγγλικα, υποκύπτω english, υποκύπτω συνώνυμα, υποκύπτω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υποκύπτω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- υποκοριστικός στα ολλανδικά - min, minuscuul, luttel, karig, gering, klein, ypokoristikos
- υποκρισία στα ολλανδικά - jargon, taaltje, huichelarij, huichelachtigheid, hypocrisie, schijnheiligheid, hypocriet
- υπολείμματα στα ολλανδικά - kreng, kadaver, lijk, residuen, resten, reststoffen, restanten
- υπολειπόμενος στα ολλανδικά - resterende, staartje, overige, afval, restant, rommel, overgebleven, ...
Τυχαίες λέξεις
Υποκύπτω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bezwijken, boog, boeg, strik, strijkstok, bow
Μεταφράσεις: bezwijken, boog, boeg, strik, strijkstok, bow