Binnenkort στα ελληνικά

Μετάφραση: binnenkort, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύντομα, σύντομος, έρχεται, έρχονται, προέρχονται, που προέρχονται, επόμενα
Binnenkort στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • binnengaan στα ελληνικά - είσοδος, εισέρχομαι, προσπέλαση, μπαίνω, παραδοχή, πρόσβαση, ομολογία, ...
  • binnenkomst στα ελληνικά - καταχώρηση, είσοδος, λήμμα, εγγραφή, καταχώριση, έναρξη, εισόδου
  • binnenkrijgen στα ελληνικά - τυλίγω, καταποντίζω, καταπίνω, καταπιεί, καταποντίσει, καταβροχθίσει, καταβροχθίζουν
  • binnenlands στα ελληνικά - κατοικίδιος, εσωτερικό, οικιακός, γηγενής, ντόπιος, εσωτερικώς, εσωτερικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Binnenkort στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύντομα, σύντομος, έρχεται, έρχονται, προέρχονται, που προέρχονται, επόμενα