Bleek στα ελληνικά

Μετάφραση: bleek, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χλωμός, ξανθός, χλωμό, ωχρό, απαλό
Bleek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • blazen στα ελληνικά - αναπνέω, να φυσήξει, για να φυσήξει, να ανατινάξουν, να ανατινάξει, να φυσά
  • blazoen στα ελληνικά - γαλόνι, διακριτικό, οικόσημο, το οικόσημο, οικόσημου, διαφημίζω, διακοσμώ
  • blessure στα ελληνικά - πονώ, πληγώνω, βλάβη, λαβώνω, βλάπτω, τραύμα, τραυματίζω, ...
  • blij στα ελληνικά - χαρούμενος, ευτυχισμένος, ευτυχής, ευτυχισμένη, ευτυχισμένο
Τυχαίες λέξεις
Bleek στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χλωμός, ξανθός, χλωμό, ωχρό, απαλό