Blessure στα ελληνικά

Μετάφραση: blessure, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πονώ, πληγώνω, βλάβη, λαβώνω, βλάπτω, τραύμα, τραυματίζω, τραυματισμός, χτυπώ, κάκωση, τραυματισμό, τραυματισμού, της ζημίας
Blessure στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • blazoen στα ελληνικά - γαλόνι, διακριτικό, οικόσημο, το οικόσημο, οικόσημου, διαφημίζω, διακοσμώ
  • bleek στα ελληνικά - χλωμός, ξανθός, χλωμό, ωχρό, απαλό
  • blij στα ελληνικά - χαρούμενος, ευτυχισμένος, ευτυχής, ευτυχισμένη, ευτυχισμένο
  • blijdschap στα ελληνικά - χαρά, χαράς, τη χαρά, η χαρά
Τυχαίες λέξεις
Blessure στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πονώ, πληγώνω, βλάβη, λαβώνω, βλάπτω, τραύμα, τραυματίζω, τραυματισμός, χτυπώ, κάκωση, τραυματισμό, τραυματισμού, της ζημίας