Boud στα ελληνικά
Μετάφραση: boud, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θαρραλέος, γενναίος, ατρόμητος, άφοβος, άφοβη, άφοβα, ατρόμητο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- botten στα ελληνικά - πρωτοεμφανίζομαι, μπουμπούκι, οστά, τα οστά, οστών, κόκαλα, κόκκαλα
- botweg στα ελληνικά - απότομα, κοφτά, ρητώς, ρητά, κατηγορηματικά, απερίφραστα, κατηγορηματική
- bouffante στα ελληνικά - σάλι
- bougie στα ελληνικά - βύσμα, πρίζα, μπουζί, σπινθηριστή, το μπουζί, του μπουζί, αναφλεκτήρα
Τυχαίες λέξεις
Boud στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θαρραλέος, γενναίος, ατρόμητος, άφοβος, άφοβη, άφοβα, ατρόμητο
Μεταφράσεις: θαρραλέος, γενναίος, ατρόμητος, άφοβος, άφοβη, άφοβα, ατρόμητο