Buiten στα ελληνικά

Μετάφραση: buiten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άλλωστε, έπαυλη, βίλα, έξω, εκεί έξω, έξω εκεί, εκεί
Buiten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • buis στα ελληνικά - σωλήνωση, πίπα, αυλός, σωρός, στοιβάδα, σωλήνας, σωληνάριο, ...
  • buit στα ελληνικά - ενεργητικό, απόκτημα, ένταξη, βραβείο, έπαθλο, λάφυρα, λεηλατώ, ...
  • buitendien στα ελληνικά - άλλωστε, παρομοίως, και, επιπλέον, επίσης, εκτός αυτού, εκτός, ...
  • buitengewoon στα ελληνικά - ασυνήθιστος, υπερβολικά, εξαιρετικά, έπακρο, στο έπακρο, σφόδρα
Τυχαίες λέξεις
Buiten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άλλωστε, έπαυλη, βίλα, έξω, εκεί έξω, έξω εκεί, εκεί