Buitmaken στα ελληνικά

Μετάφραση: buitmaken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λεηλατώ, ξεγυμνώνω, ληστεύω, πάρει, πάρετε, να πάρει, να πάρετε, λάβετε
Buitmaken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • buitenwaarts στα ελληνικά - προς τα έξω, έξω, τα έξω, εξωτερική, παθητικής
  • buitenwijk στα ελληνικά - προάστιο, Προάστειο, προαστίου, προάστια, προάστιο της
  • bukken στα ελληνικά - καμπυλώνεται, γέρνω, στροφή, σκύβω, γέρνουν, σκύψουμε, stoop, ...
  • bul στα ελληνικά - δίπλωμα, ταύρος, κάρτα στον, την κάρτα στον, ταύρο, ταύρου
Τυχαίες λέξεις
Buitmaken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λεηλατώ, ξεγυμνώνω, ληστεύω, πάρει, πάρετε, να πάρει, να πάρετε, λάβετε