Ceremonieel στα ελληνικά
Μετάφραση: ceremonieel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τελετουργικός, επίσημος, αλύγιστος, εθιμοτυπία, άκαμπτος, τελετή, ισχυρός, εθιμοτυπικός, τελετουργική, τελετουργικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- centrum στα ελληνικά - κέντρο, οφθαλμός, καρδιά, μεσαίος, μέση, μάτι, κέντρο της, ...
- ceremonie στα ελληνικά - εθιμοτυπία, τελετή, τελετής, τελετή απονομής, εκδήλωση, τελετή που
- ceremoniemeester στα ελληνικά - τελετάρχης, κύριος των τελετών, τελετάρχη, ο τελετάρχης, τελετάρχη τους επικεφαλής
- certificaat στα ελληνικά - κατάθεση, πιστοποιητικό, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό
Τυχαίες λέξεις
Ceremonieel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τελετουργικός, επίσημος, αλύγιστος, εθιμοτυπία, άκαμπτος, τελετή, ισχυρός, εθιμοτυπικός, τελετουργική, τελετουργικά
Μεταφράσεις: τελετουργικός, επίσημος, αλύγιστος, εθιμοτυπία, άκαμπτος, τελετή, ισχυρός, εθιμοτυπικός, τελετουργική, τελετουργικά