Collectief στα ελληνικά
Μετάφραση: collectief, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συλλογικός, συλλογική, συλλογικών, συλλογικής, συλλογικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- collecteren στα ελληνικά - περισυλλέγω, μαζεύω, συλλέγω, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, συλλογή, συλλέγουν, ...
- collectie στα ελληνικά - συσσώρευση, σύναξη, συναρμολόγηση, συρροή, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, ...
- college στα ελληνικά - κολέγιο, κολλέγιο, College, κολλεγίων, κολεγίου
- collier στα ελληνικά - κολιέ, περιδέραιο, κόσμημα, κρεμαστό, κολιέ κρεμαστό
Τυχαίες λέξεις
Collectief στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συλλογικός, συλλογική, συλλογικών, συλλογικής, συλλογικές
Μεταφράσεις: συλλογικός, συλλογική, συλλογικών, συλλογικής, συλλογικές