Συλλογικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: συλλογικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gemeenschappelijk, collectief, collectieve, de collectieve, gezamenlijke, voor collectieve
Συλλογικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συλλογικός

συλλογικός κατάλογος δημόσιων βιβλιοθηκών, συλλογικός κατάλογος κυπριακών βιβλιοθηκών, συλλογικός συνώνυμα, συλλογικός συνώνυμο, συλλογικός κατάλογος, συλλογικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συλλογικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συλλογίζομαι στα ολλανδικά - peinzen, overpeinzen, beramen, cogitate, dunken
  • συλλογικά στα ολλανδικά - collectief, gezamenlijk, samen, collectieve
  • συλλογισμός στα ολλανδικά - redenering, motivering, redeneren, redenering van, de redenering
  • συλλογιστικός στα ολλανδικά - syllogistical
Τυχαίες λέξεις
Συλλογικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gemeenschappelijk, collectief, collectieve, de collectieve, gezamenlijke, voor collectieve