Comfortabel στα ελληνικά

Μετάφραση: comfortabel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνετος, βολικός, άνετα, άνετο, άνετη, άνετες
Comfortabel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • combineren στα ελληνικά - συνδυάζω, συνδυασμός, συνδυάζουν, συνδυάσετε, συνδυάσει, συνδυάζει
  • comfort στα ελληνικά - παρηγορώ, άνεση, άνεσης, την άνεση, ανέσεις, άνεση των
  • comité στα ελληνικά - επιτροπή, παραγγελία, εξουσιοδότηση, παραγγέλλω, επιτροπής, ΟΚΕ, της επιτροπής, ...
  • commandant στα ελληνικά - διοικητής, κυβερνήτης, διοικητή, κυβερνήτη, διοικητής της
Τυχαίες λέξεις
Comfortabel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνετος, βολικός, άνετα, άνετο, άνετη, άνετες