Concurreren στα ελληνικά

Μετάφραση: concurreren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραβγαίνω, διαγωνίζομαι, αντίπαλος, αντίζηλος, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζονται, ανταγωνιστεί, ανταγωνιστούν, ανταγωνισμό, ανταγωνίζεται
Concurreren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • concurrentie στα ελληνικά - αντιπαράθεση, διαγωνισμός, συναγωνισμός, ανταγωνισμός, ανταγωνισμού, ανταγωνισμό, του ανταγωνισμού, ...
  • concurrentievermogen στα ελληνικά - μάχομαι, καταπολεμώ, μάχη, Ανταγωνιστικότητα, Ανταγωνιστικότητας, την ανταγωνιστικότητα, της ανταγωνιστικότητας, ...
  • condens στα ελληνικά - υγρασία, υγρασίας, την υγρασία, σε υγρασία, της υγρασίας
  • conditie στα ελληνικά - ρήτρα, κατάσταση, πάθηση, όρος, προϋπόθεση, όρο, κατάστασης
Τυχαίες λέξεις
Concurreren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραβγαίνω, διαγωνίζομαι, αντίπαλος, αντίζηλος, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζονται, ανταγωνιστεί, ανταγωνιστούν, ανταγωνισμό, ανταγωνίζεται