Διαγωνίζομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: διαγωνίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
concurreren, wedijveren, meedingen, diagonizomai
Διαγωνίζομαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαγωνίζομαι

διαγωνίζομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διαγωνίζομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διαγράφω στα ολλανδικά - schaduwbeeld, uitvegen, silhouet, afwissen, wegwissen, wegvegen, afvegen, ...
  • διαγωγή στα ολλανδικά - rondleiden, besturen, gedrag, manieren, voeren, houding, brengen, ...
  • διαγωνιζόμενος στα ολλανδικά - concurrent, mededinger, rivaal, deelnemer, contestant, kamper, de deelnemer
  • διαγωνισμός στα ολλανδικά - concurrent, wedijver, concurrentie, wedstrijd, concours, match, mededinger, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαγωνίζομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: concurreren, wedijveren, meedingen, diagonizomai