Constateren στα ελληνικά
Μετάφραση: constateren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπιστώνω, εξακριβώνω, εξακριβωθεί, εξακριβώσει, εξακριβώσουν, διαπιστώσει, διαπιστωθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- consortium στα ελληνικά - λιμνούλα, πισίνα, κονσόρτσιουμ, κοινοπραξία, κοινοπραξίας, της κοινοπραξίας
- constant στα ελληνικά - σταθερός, μόνιμος, αδιάκοπος, συνεχής, διαρκείας, συνεχώς, διαρκής, ...
- constellatie στα ελληνικά - κατάσταση, πάθηση, θέση, αστερισμός, αστερισμό, αστερισμού, αστερισμό του, ...
- constipatie στα ελληνικά - δυσκοιλιότητα, δυσκοιλιότητας, τη δυσκοιλιότητα, της δυσκοιλιότητας, η δυσκοιλιότητα
Τυχαίες λέξεις
Constateren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπιστώνω, εξακριβώνω, εξακριβωθεί, εξακριβώσει, εξακριβώσουν, διαπιστώσει, διαπιστωθεί
Μεταφράσεις: διαπιστώνω, εξακριβώνω, εξακριβωθεί, εξακριβώσει, εξακριβώσουν, διαπιστώσει, διαπιστωθεί