Correct στα ελληνικά

Μετάφραση: correct, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διορθώνω, σωστός, δεξιά, δικαίωμα, δικαιώματος, σωστά, το δικαίωμα
Correct στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • corps στα ελληνικά - σώμα, σώματος, Corps, σώματα, σωμάτων
  • corpulent στα ελληνικά - γερός, εύσωμος, θαρραλέος, παχύσαρκος, εύσαρκος, εύσαρκης, παχύσαρκα
  • correctie στα ελληνικά - διόρθωμα, διόρθωση, διόρθωσης, διορθώσεως, τη διόρθωση, η διόρθωση
  • correspondentie στα ελληνικά - αλληλογραφία, αλληλογραφίας, αντιστοιχία, η αλληλογραφία, την αλληλογραφία
Τυχαίες λέξεις
Correct στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διορθώνω, σωστός, δεξιά, δικαίωμα, δικαιώματος, σωστά, το δικαίωμα