Διορθώνω στα ολλανδικά
Μετάφραση: διορθώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
correct, okay, net, nauwkeurig, precies, corrigeren, verbeteren, juist, recht, behoorlijk, goed, juiste
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διορθώνω
διορθώνω ετυμολογία, διορθώνω στα αγγλικά, διορθώνω το γραπτό μου, διορθώνω αόριστος, διορθώνω συνώνυμα, διορθώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διορθώνω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διορατικότητα στα ολλανδικά - inzicht, inzicht te, inzichten, zicht
- διοργάνωση στα ολλανδικά - organisatie, ordening, de organisatie, inrichting
- διορισμός στα ολλανδικά - afspraak, aanstelling, benoeming, aanwijzing, afspraak te
- διοχετεύω στα ολλανδικά - wijk, groef, doorgeven, gracht, kanaal, opzenden, vaart, ...
Τυχαίες λέξεις
Διορθώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: correct, okay, net, nauwkeurig, precies, corrigeren, verbeteren, juist, recht, behoorlijk, goed, juiste
Μεταφράσεις: correct, okay, net, nauwkeurig, precies, corrigeren, verbeteren, juist, recht, behoorlijk, goed, juiste