Σωστός στα ολλανδικά

Μετάφραση: σωστός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fatsoenlijk, betamelijk, gepast, billijk, behoorlijk, keurig, net, juist, correct, vandehands, nauwkeurig, corrigeren, verbeteren, rechts, geschikt, rechtvaardig, recht, rechter
Σωστός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σωστός

σωστός τρόπος βουρτσίσματος δοντιών, σωστός ύπνος, σωστός συνδυασμός τροφών, σωστός τρόπος διαβάσματος, σωστός προσανατολισμός κρεβατιού, σωστός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σωστός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σωσίας στα ολλανδικά - tweevoudig, duplex, tweeledig, dubbel, duplicaat, dubbele, een dubbele, ...
  • σωστά στα ολλανδικά - behoorlijk, netjes, juist, kunnen, correct, goed, juiste
  • σωτηρία στα ολλανδικά - verlosser, verlossing, heil, redding, zaligheid, behoudenis
  • σωφρονιστήριο στα ολλανδικά - strafinrichting, penitentiaire, penitentiair, gevangenis, gevangeniswezen
Τυχαίες λέξεις
Σωστός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: fatsoenlijk, betamelijk, gepast, billijk, behoorlijk, keurig, net, juist, correct, vandehands, nauwkeurig, corrigeren, verbeteren, rechts, geschikt, rechtvaardig, recht, rechter