Deels στα ελληνικά

Μετάφραση: deels, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μερίδιο, μερικώς, χωρίζω, εν μέρει, μέρει, μερική, μερικά
Deels στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • deelnemen στα ελληνικά - να λάβει, λάβουν, λαμβάνουν, λαμβάνει, λάβει
  • deelneming στα ελληνικά - κατανόηση, συμμετοχή, συμμετοχής, τη συμμετοχή, η συμμετοχή, της συμμετοχής
  • deeltje στα ελληνικά - μόριο, κομμάτι, σωματίδιο, άτομο, θραύσμα, πράγμα, κομματάκι, ...
  • deelwoord στα ελληνικά - μετοχή, μετοχής, μετοχή γραμματικής
Τυχαίες λέξεις
Deels στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μερίδιο, μερικώς, χωρίζω, εν μέρει, μέρει, μερική, μερικά