Dicht στα ελληνικά
Μετάφραση: dicht, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δασύς, πυκνός, συμπαγής, συμπυκνωμένος, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- diameter στα ελληνικά - διάμετρος, διάμετρο, διαμέτρου, με διάμετρο
- diarree στα ελληνικά - διάρροια, διάρροιας, η διάρροια, τη διάρροια, της διάρροιας
- dichtbij στα ελληνικά - πνιγηρός, από, αποπνιχτικός, κοντά, κολλητός, σε, πλάι, ...
- dichtdoen στα ελληνικά - διπλώνω, αποπνιχτικός, πνιγηρός, κοντά, πτυχή, κολλητός, στενή, ...
Τυχαίες λέξεις
Dicht στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δασύς, πυκνός, συμπαγής, συμπυκνωμένος, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Μεταφράσεις: δασύς, πυκνός, συμπαγής, συμπυκνωμένος, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής