Discreet στα ελληνικά
Μετάφραση: discreet, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετριόφρων, εχέμυθος, διακριτικός, σεμνός, διακριτικά, διακριτικότητα, διακριτικό, διακριτική, με διακριτικότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- discipel στα ελληνικά - οπαδός, μαθητής, μαθητή, μαθητής του, απόστολος, μαθητή του
- discipline στα ελληνικά - θέμα, σπουδάζω, πειθαρχία, τομέας, πεδίο, υπήκοος, υποκείμενο, ...
- discretie στα ελληνικά - σεμνότητα, μετριοφροσύνη, απλότητα, ταπεινοφροσύνη, διακριτικότητα, διακριτική ευχέρεια, εξουσία εκτιμήσεως, ...
- discriminatie στα ελληνικά - διάκριση, διακρίσεις, διακρίσεων, των διακρίσεων, διάκρισης
Τυχαίες λέξεις
Discreet στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετριόφρων, εχέμυθος, διακριτικός, σεμνός, διακριτικά, διακριτικότητα, διακριτικό, διακριτική, με διακριτικότητα
Μεταφράσεις: μετριόφρων, εχέμυθος, διακριτικός, σεμνός, διακριτικά, διακριτικότητα, διακριτικό, διακριτική, με διακριτικότητα