Διακριτικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: διακριτικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bescheiden, onopvallend, discreet, onderscheidend, kenmerkend, karakteristiek, onderscheidende, kenmerkende
Διακριτικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακριτικός

διακριτικός τίτλος, διακριτικός τίτλος ομόρρυθμης εταιρείας, διακριτικός τίτλος μετάφραση, διακριτικός τίτλος ικε, διακριτικός τίτλος τι είναι, διακριτικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διακριτικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διακρίσεις στα ολλανδικά - discriminatie, van discriminatie, discriminatie op, onderscheid, discriminatiebeginsel
  • διακριτικό στα ολλανδικά - insigne, blazoen, wapen, onderscheidend, kenmerkend, karakteristiek, onderscheidende, ...
  • διακριτικότητα στα ολλανδικά - goeddunken, oordeel, discretie, discretionaire bevoegdheid, beoordelingsvrijheid
  • διακυβεύω στα ολλανδικά - risico's, bof, gevaar, tref, wagen, toeval, gewaagdheid, ...
Τυχαίες λέξεις
Διακριτικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bescheiden, onopvallend, discreet, onderscheidend, kenmerkend, karakteristiek, onderscheidende, kenmerkende