Doordringend στα ελληνικά
Μετάφραση: doordringend, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μυτερός, οξύς, αιφνίδιος, τραχύς, οξύ, οξυδερκής, εντατικός, έντονος, κοφτερός, ξινός, μακάβριος, διάτρηση, τρύπημα, piercing, διάτρησης, τη διάτρηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- doordat στα ελληνικά - γιατί, διότι, επειδή, λόγω
- doordringen στα ελληνικά - διαπερνώ, διαπερνούν, διαπεράσει, διεισδύσει, διηθήματος, διαπερνά
- doordrukken στα ελληνικά - δύναμη, βία, εξαναγκάζω, πιέζοντας, πατώντας, πατώντας το, με το πάτημα
- dooreenhalen στα ελληνικά - συγχέουν, μπερδεύουν, συγχέουμε, συγχέετε, συγχέει
Τυχαίες λέξεις
Doordringend στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μυτερός, οξύς, αιφνίδιος, τραχύς, οξύ, οξυδερκής, εντατικός, έντονος, κοφτερός, ξινός, μακάβριος, διάτρηση, τρύπημα, piercing, διάτρησης, τη διάτρηση
Μεταφράσεις: μυτερός, οξύς, αιφνίδιος, τραχύς, οξύ, οξυδερκής, εντατικός, έντονος, κοφτερός, ξινός, μακάβριος, διάτρηση, τρύπημα, piercing, διάτρησης, τη διάτρηση