Λέξη: δυσφήμιση

Σχετικές λέξεις: δυσφήμιση

δυσφήμιση στα αγγλικά, δυσφήμιση ποινικός κώδικας, δυσφήμιση νομικού προσώπου, δυσφήμιση στο διαδίκτυο, δυσφήμιση english, δυσφήμηση ανώνυμης εταιρείας, δυσφήμιση δια του τύπου, δυσφήμιση εταιρείας, δυσφήμιση ή δυσφήμηση, δυσφήμιση της ελλάδας στο μετρό του λονδίνου

Συνώνυμα: δυσφήμιση

προσβολή, μείωση, εκπεσμός, υποτίμηση

Μεταφράσεις: δυσφήμιση

δυσφήμιση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
defamation, detraction, disparagement, discredit, libel

δυσφήμιση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
difamación, detracción, maledicencia, la detracción, la maledicencia, murmuración

δυσφήμιση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ehrenkränkung, diffamieren, verleumdung, diffamierung, Beeinträchtigung, Schmälerung, detraction, Verleumdung, Nachrede

δυσφήμιση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
calomnie, diffamation, dénigrement, détraction, médisance, la médisance, detraction

δυσφήμιση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
detrazione, maldicenza, detraction, la detrazione, la maldicenza

δυσφήμιση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
difamação, detração, detraction, detrair, maledicência

δυσφήμιση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
laster, eerroof, kleinering, kwaadsprekerij, afslag, afleiding

δυσφήμιση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поношение, напраслина, оговор, поклеп, диффамация, навет, наговор, клевета, принижение, умаление

δυσφήμιση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
baktalelse, detraction

δυσφήμιση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
detraction, FÖRRINGANDE

δυσφήμιση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
häpäisy, kunnianloukkaus, herjaus, detraction

δυσφήμιση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
detraction, trækker fra

δυσφήμιση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
očerňování, hanobení, zlehčování

δυσφήμιση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oczernianie, zniesławienie, obmowa, detraction, obmowy, pomniejszenie, toCash.Three

δυσφήμιση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
becsmérlés, lebecsülés, kisebbítés

δυσφήμιση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çekiştirme, detraction, detraction olan, kötüleme, bir çekiştirme

δυσφήμιση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наклеп, дифамація, обмова, приниження

δυσφήμιση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpifje, pakësim, zvogëlim

δυσφήμιση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
злословие, отклоняването, накърняване, отклоняването й, отклоняването им

δυσφήμιση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прыніжэнне

δυσφήμιση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
laim, mahategemine

δυσφήμιση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poruga, kleveta, sramota, umanjenje

δυσφήμιση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
detraction

δυσφήμιση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
niekinimas, Mažinimas, Sumažėjimas, Atėmimas, Neslavas kėlimas

δυσφήμιση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atņemšana, neslavas celšana, neslavas

δυσφήμιση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
злословие

δυσφήμιση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
calomnie, subevaluare, micșorare

δυσφήμιση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
detraction

δυσφήμιση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hanobení, zľahčovanie, zjednodušovanie, zľahčovania, zľahčovaniu, zľahčovaním
Τυχαίες λέξεις