Doordrukken στα ελληνικά
Μετάφραση: doordrukken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δύναμη, βία, εξαναγκάζω, πιέζοντας, πατώντας, πατώντας το, με το πάτημα
Μεταφράσεις
- doordringen στα ελληνικά - διαπερνώ, διαπερνούν, διαπεράσει, διεισδύσει, διηθήματος, διαπερνά
- doordringend στα ελληνικά - μυτερός, οξύς, αιφνίδιος, τραχύς, οξύ, οξυδερκής, εντατικός, ...
- dooreenhalen στα ελληνικά - συγχέουν, μπερδεύουν, συγχέουμε, συγχέετε, συγχέει
- doorgaan στα ελληνικά - συνεχίζω, κρατώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ, προβαίνω, κατακρατώ, προχωρώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Doordrukken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δύναμη, βία, εξαναγκάζω, πιέζοντας, πατώντας, πατώντας το, με το πάτημα
Μεταφράσεις: δύναμη, βία, εξαναγκάζω, πιέζοντας, πατώντας, πατώντας το, με το πάτημα