Doorvoeren στα ελληνικά

Μετάφραση: doorvoeren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άσκηση, χρήση, κατορθώνω, χρησιμοποιώ, πρακτική, πράξη, πρακτικής, πρακτικών, πρακτικές
Doorvoeren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • doortrapt στα ελληνικά - σέξι, έξυπνος, κηλίδα, δύσκολος, μουσίτσα, πανουργία, καπάτσος, ...
  • doortrekken στα ελληνικά - μουσκεύω, διαπερνούν, διαπεράσει, διεισδύσει, διηθήματος, διαπερνά
  • doorwaden στα ελληνικά - πέρασμα, Ford, της Ford, η Ford, τη Ford
  • doorzichtig στα ελληνικά - ευκρινής, διαφανής, απότομος, απόκρημνος, καθαρός, σαφής, λαγαρός, ...
Τυχαίες λέξεις
Doorvoeren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άσκηση, χρήση, κατορθώνω, χρησιμοποιώ, πρακτική, πράξη, πρακτικής, πρακτικών, πρακτικές