Λέξη: δύστροπος
Σχετικές λέξεις: δύστροπος
δύστροπος ενοικιαστής, δύστροπος συνώνυμο, δύστροπος αντώνυμο, δύστροπος συνώνυμα, δύστροπος αντώνυμα, δύστροπος λεξικό
Συνώνυμα: δύστροπος
διαγώνιος, διασταυρωμένος, ενάντιος, σκυθρωπός, σταυρωτός, κατσούφης, στριμμένος, αγρωπός, ευερέθιστος, οργίλος, εκκεντρικός, ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος, ξεχαρβαλωμένος, πικρόχολος, κακοδιάθετος, αγέλαστος, κατηφής, ξυνός, στυφνός, θυμώδης, νευριασμένος, ευέξαπτος, οξύθυμος, γκρινιάρης, σφηκοειδής, λεπτός, καπριτσιόζος, φιλοκατήγορος, φιλόνικος, ανάγωγος, ανάποδος, εριστικός, σπληνικός, στρυφνός, καυγατζής, δυσήνιος, απείθαρχος, σκληρός
Μεταφράσεις: δύστροπος
δύστροπος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fractious, shrewish, captious, wayward, peevish, waspish
δύστροπος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arisco, de mal genio, regañona, shrewish, gruñona, mal genio
δύστροπος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mürrisch, zänkisch, shrewish, zänkische, zänkischen, boshaft
δύστροπος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
récalcitrant, pleurnicheur, acariâtre, rechigné, rétif, mutin, revêche, mégère, shrewish, acariâtres, mégères
δύστροπος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bisbetico, bisbetica, shrewish
δύστροπος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rabugento, de mau gênio, shrewish, rabugenta, megera
δύστροπος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
feeksachtig, kijfziek, shrewish
δύστροπος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
беспокойный, раздражительный, капризный, сварливый, сварливая, сварливой
δύστροπος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
shrewish
δύστροπος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
shrewish
δύστροπος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
äreä, ärtyinen, äkäinen
δύστροπος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
arrig
δύστροπος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vzpurný, svárlivý, hádavý, vychytralý, hašteřivý, hašteřivá
δύστροπος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
opryskliwy, krnąbrny, niesforny, jędzowaty
δύστροπος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zsémbes, házsártos
δύστροπος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hırçın, shrewish, zilli, şirret
δύστροπος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вередливий, сварливий, сварлива, сердиту
δύστροπος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gërnjar
δύστροπος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
опърничав, свадлив, свадлива, опърничава
δύστροπος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сварлівы, ядавіты
δύστροπος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ebausaldatav, Äkäinen
δύστροπος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ćudljiv, jogunast, svadljiv, goropadan
δύστροπος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
shrewish
δύστροπος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
barningas, ardus, vaidingas, Jędzowaty, Leis
δύστροπος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ļauns
δύστροπος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
shrewish
δύστροπος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
shrewish
δύστροπος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Svadljiv
δύστροπος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
popudlivý, prefíkaný, prešibaný, vychytralý, šikovný, ľstivý
Τυχαίες λέξεις