Dor στα ελληνικά
Μετάφραση: dor, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξηρός, στεγνός, ξερός, ξηρασία, με ξηρασία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dophei στα ελληνικά - ρείκι, αφάνα, σκούπα, βρύο, ερείκη, Heather, ερείκης, ...
- dopheide στα ελληνικά - ρείκι, σκούπα, βρύο, αφάνα, ερείκη, Heather, ερείκης, ...
- dorheid στα ελληνικά - ξηρασία, ξηρασίας, ξηρότητας, η ξηρασία, την ξηρασία
- dorp στα ελληνικά - χωριό, μητρόπολη, οικισμός, πόλη, χωριού, village, του χωριού, ...
Τυχαίες λέξεις
Dor στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξηρός, στεγνός, ξερός, ξηρασία, με ξηρασία
Μεταφράσεις: ξηρός, στεγνός, ξερός, ξηρασία, με ξηρασία