Λέξη: είδη
Σχετικές λέξεις: είδη
είδη συσκευασίας, είδη camping, είδη κομμωτηρίου, είδη υγιεινής, είδη μουσικής, είδη ζαχαροπλαστικής, είδη κήπου, είδη σπιτιού, είδη πάρτυ, είδη αλιείας, camping, λευκά είδη, ηλεκτρικά είδη, αθλητικά είδη, λευκα είδη, είδη γάμου
Μεταφράσεις: είδη
είδη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
species, items, types, kinds, articles
είδη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
especie, artículos, elementos, los artículos, artículo en, ítems
είδη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gattung, spezies, art, sorte, Gegenstände, Artikel, Produkte, Einträge, Einzelteile
είδη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
espèce, type, sorte, genre, germe, articles, éléments, objets, les articles, points
είδη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fare, specie, articoli, elementi, oggetti, voci, gli articoli
είδη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
espécie, itens, items, artigos, itens de, os itens
είδη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
artikelen, items, posten, voorwerpen, punten
είδη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разновидность, виды, вид, порода, роды, род, класс, пункты, товар, детали, элементы, предметы
είδη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
elementer, poster, eks, elementene
είδη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
art, sort, objekt, poster, artiklar, föremål
είδη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laatu, laji, eläinlaji, kohdetta, konetta, kohteita, eriä, erät
είδη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
art, emner, varer, poster, elementer, punkter
είδη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
druh, položky, položek, předměty
είδη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rodzaj, gatunek, szt, pozycje, przedmiotów, przedmioty, sztuk
είδη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fajták, fajok, tételek, terméket, példány, elemek, elemeket
είδη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şekil, çeşit, ürün, öğe, ürünler, öğeleri, öğeler
είδη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
різновидність, види, краєвид, різновид, вигляд, пункти, пунктів
είδη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lloj, artikuj, sende, sende të, sendet, artikujt
είδη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
видове, елементи, предмети, предметите, артикули, позиции
είδη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пункты
είδη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liigid, liik, kirjed, esemed, teemad, esemeid, punkte
είδη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stavke, stavki, predmeti, predmeta, stvari
είδη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
atriði, hlutir, hluti, liðir, hlutum
είδη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
giminė, rūšis, daiktai, daiktų, daiktus, elementai, gaminiai
είδη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
suga, priekšmeti, preces, posteņi, vienības, posteņus
είδη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
предмети, елементи, ставки, точки, точките
είδη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
articole, produs, un produs, elemente, produse
είδη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
predmeti, predmetov, postavke, artikli, predmete
είδη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
druh, položky, výrobky, košík, prostriedky, položku
Στατιστικά δημοτικότητας: είδη
Τυχαίες λέξεις