Dorp στα ελληνικά

Μετάφραση: dorp, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χωριό, μητρόπολη, οικισμός, πόλη, χωριού, village, του χωριού, το χωριό
Dorp στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dor στα ελληνικά - ξηρός, στεγνός, ξερός, ξηρασία, με ξηρασία
  • dorheid στα ελληνικά - ξηρασία, ξηρασίας, ξηρότητας, η ξηρασία, την ξηρασία
  • dorpel στα ελληνικά - περβάζι, μαρσπιέ, περβάζι του, περβαζιού, κατωφλιού
  • dorsen στα ελληνικά - αλωνίζω, αλώνι, όρια τα, αλωνιού
Τυχαίες λέξεις
Dorp στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χωριό, μητρόπολη, οικισμός, πόλη, χωριού, village, του χωριού, το χωριό