Dringen στα ελληνικά

Μετάφραση: dringen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βιάζομαι, στύβω, σπεύδω, στριμώχνω, σπρώχνω, βιασύνη, δύναμη, σπρώξιμο, βία, ζουλώ, εξαναγκάζω, ώθηση, ώθησης, πάτημα, πίεσης, προώθησης
Dringen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dril στα ελληνικά - ζελές, ζελέ, πολτός, πολτό, πηκτή, ζελατίνας
  • drillen στα ελληνικά - εξασκώ, άσκηση, ασκώ, τρυπάνι, τρυπανιού, διάτρησης, δράπανο
  • dringend στα ελληνικά - άμεσος, επείγων, επειγόντως, επείγουσα, κατεπειγόντως, άμεσα, επιτακτική
  • drinkbeker στα ελληνικά - κύπελλο, κύλικα, λαγηνοειδή, λαγηνοειδών, καλυκοειδών, goblet
Τυχαίες λέξεις
Dringen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βιάζομαι, στύβω, σπεύδω, στριμώχνω, σπρώχνω, βιασύνη, δύναμη, σπρώξιμο, βία, ζουλώ, εξαναγκάζω, ώθηση, ώθησης, πάτημα, πίεσης, προώθησης