Droefgeestigheid στα ελληνικά
Μετάφραση: droefgeestigheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατήφεια, σκοτάδι, κατάθλιψη, κατάθλιψης, σκοτεινιά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- droef στα ελληνικά - θλίψη, λύπη, θλίψης, τη θλίψη, λύπης
- droefgeestig στα ελληνικά - απαισιόδοξος, σκούρος, ζοφερός, σκληρός, σκοτεινός, μουχρός, αυστηρός, ...
- droefheid στα ελληνικά - οδύνη, λύπη, θλίψη, θλίψης, τη θλίψη, λύπης
- droes στα ελληνικά - διάβολος, στραγγαλίζει, λοιμώδους αδενίτιδας, αδενίτιδας, τα strangles, κόρυζας
Τυχαίες λέξεις
Droefgeestigheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατήφεια, σκοτάδι, κατάθλιψη, κατάθλιψης, σκοτεινιά
Μεταφράσεις: κατήφεια, σκοτάδι, κατάθλιψη, κατάθλιψης, σκοτεινιά