Dwangmaatregel στα ελληνικά
Μετάφραση: dwangmaatregel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόστιμο, κύρωση, ποινή, μέτρο καταναγκασμού, καταναγκαστικό μέτρο, εξαναγκαστικό μέτρο, μέτρο εξαναγκασμού, εξαναγκαστικό μέτρο που
Μεταφράσεις
- dwalen στα ελληνικά - αδέσποτος, περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανηθείτε, περιπλανηθεί, να περιπλανηθεί, ...
- dwaling στα ελληνικά - λάθος, φτιάξιμο, σφάλμα, σφάλματος, λάθους, πλάνη
- dwarrelen στα ελληνικά - στροβιλίζομαι, δίνη, ελίκωσης του, ελίκωσης, στροβιλισμών, στροβίλισμα
- dwars στα ελληνικά - σταυρός, διασχίζουν, διασχίσουν, διασχίσει, περάσουν
Τυχαίες λέξεις
Dwangmaatregel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόστιμο, κύρωση, ποινή, μέτρο καταναγκασμού, καταναγκαστικό μέτρο, εξαναγκαστικό μέτρο, μέτρο εξαναγκασμού, εξαναγκαστικό μέτρο που
Μεταφράσεις: πρόστιμο, κύρωση, ποινή, μέτρο καταναγκασμού, καταναγκαστικό μέτρο, εξαναγκαστικό μέτρο, μέτρο εξαναγκασμού, εξαναγκαστικό μέτρο που